- ταβάσιος
- ὁ, Ατοπάζι («λίθον τὸν καλούμενον ταβάσιν», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ., πιθ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αντί τής λ. τοπάζιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταβάσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάζιον — πάζιον, τὸ (Α) είδος πολύτιμου λίθου, το τοπάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τοπάζιον* που παραδίδεται από τον Ησύχιο (πρβλ. ταβάσιος, βάσιον)] … Dictionary of Greek
τοπάζι — το / τοπάζιον, ΝΑ, και τοπάζιο Ν νεοελλ. (ορυκτ.) α) πυριτικό ορυκτό, φθοριοπυριτικό άλας τού αργιλίου, με κίτρινο, κυανό ή υπέρυθρο χρώμα, που είναι πολύτιμος λίθος β) ονομασία διαφόρων λίθων που μοιάζουν με τοπάζι αρχ. τόπαζος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια … Dictionary of Greek